ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ     ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ 

ΑΠΟ ΤΑ  ΔΥΣΚΟΛΑ  ΧΡΟΝΙΑ  ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

                                                          ...μέσα   από   παιδικά  μάτια 


       Ο παππούς μου Δημήτρης Μακρής αφηγείται: " Δεν ξέραμε ακόμα αν είχε πέσει η εθνική κυβέρνηση, και αν είχαν μπει τα στρατεύματα κατοχής, και καθώς παίζαμε μικρά παιδάκια στην αυλή του σπιτιού, περνάγανε τα ιταλικά αεροπλάνα ,τα οποία είχαν ξεκινήσει από την Πάτρα και είχαν φτάσει μέχρι και τη Ζαχάρω ( το χωριό μου στον νομό Ηλείας) και βομβαρδίζανε τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, τους οποίους είχαν καταλάβει πρωτύτερα, και τα βουνά γύρω από εμάς. Ο πόλεμος μόλις είχε αρχίσει  και μας διέταξαν να κρυφτούμε μέσα στα σπίτια.
 Όταν ήρθαν οι Ιταλοί, ορισμένοι αντιστασιακοί παίρνανε τα ντουφέκια και άρχιζαν να πυροβολούν εναντίον  τους. Μία μέρα, που δεν θέλω να την θυμάμαι, είχαμε ξαπλώσει κάτω από τα δέντρα και εμφανίστηκε ένα κάρο με οπλισμένους Ιταλούς που έκαναν περιπολία. Εκείνη την στιγμή σε ένα ύψωμα πιο πάνω οι αντιστασιακοί άρχιζαν να πυροβολούν. Επειδή  οι ντουφεκιές ακούγονταν, σαν να έβγαιναν από την πόρτα μας, άρχισαν οι Ιταλοί που φύλαγαν την γειτονιά μας να πυροβολούν εναντίον μας και τότε… μία σφαίρα πέρασε τον κορμό της αμυγδαλιάς, στην οποία είχαμε κρυφτεί και πέρασε πάνω από το κεφάλι του πατέρα μου. Με το που καταλάβαμε τι συνέβαινε μας πήρε η θεία μου και πήγαμε και κρυφτήκαμε σε κάτι ρεματιές, ενώ η μάνα μου και ο πατέρας μου παρέμειναν σπίτι και οι Ιταλοί τους έπιασαν και τους έδεσαν σε μία συκιά με κλειστά τα μάτια και άρχισαν να τους χτυπούν για να ομολογήσουν τι είχε συμβεί. Όταν συνειδητοποίησαν ότι δεν ήξεραν, έφυγαν και εμείς την επόμενη μέρα γυρίσαμε στο σπίτι μας."
             

Ο παππούς μου Γεώργιος Σκαλτσάς αφηγείται: "Μία μέρα, μία ομάδα ανθρώπων από όλα τα ορεινά χωριά επιτέθηκαν πάνω στα βουνά, κοντά στον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα, στους Γερμανούς κατακτητές , με αποτέλεσμα να σκοτώσουν πολλούς από αυτούς και άλλους να τους τραυματίσουν, αλλά και να προκαλέσουν φθορές στα οχήματα. Ύστερα από αυτό το συμβάν ο Γερμανός αξιωματικός θεώρησε υπεύθυνους τους κατοίκους ενός χωριού , το οποίο λεγόταν τότε  Στροβίτσι (σήμερα Λέπρεο) και το  κατέκαψε."
Η γιαγιά μου Χριστίνα Διαμαντοπούλου- Μακρή αφηγείται: "όταν ήμουν μικρή  βλέποντας ένα μαχαίρι, ένα πιρούνι και ένα κουτάλι με μία τρύπα στην  άκρη, ρώτησα την μάνα μου «Γιατί είναι έτσι;» και μου αποκρίθηκε «Οι Ιταλοί είχαν πιάσει αιχμάλωτο τον πατέρα σου και τα είχε μαζί του στην φυλακή κρεμασμένα από την ζώνη του»"



           Ο παππούς μου Δημήτρης Μακρής αφηγείται  για  τα  δύσκολα  χρόνια  της κατοχής: "Ο καιρός περνούσε.. τα τρόφιμα λιγόστευαν, μόνο σταφίδες υπήρχαν ...ούτε σιτηρά...τίποτα ...για  να συντηρηθεί ο κόσμος και οι αποθήκες κλειστές. Μία μέρα που τις άνοιξαν, πλάκωσε ο κόσμος να προλάβει να φάει και εμείς αφού στείλαμε ένα ψυχογιό, γέμισε ένα σακί το οποίο και έθαψε στο χώμα μέσα στην δική μας αποθήκη.  Μόνη μας σωτηρία… η φύση και οι καρποί της (τα πορτοκάλια,τα λεμόνια  και  τα χορταρικά). Στη συνέχεια, οι μεγαλύτεροι άρχιζαν και έβαζαν κήπους με λαχανικά, τα οποία λεηλατούσαν οι Ιταλοί, για να τρέφονται οι ίδιοι.  Κάποια στιγμή όταν η κατάσταση είχε φτάσε στο απροχώρητο, ο πατέρας μου είχε βγει έξω και τους φώναζε « Μην τα παίρνετε, γιατί τα παιδιά μου δεν θα έχουν να φάνε» .Αυτοί που είχαν το κάτι παραπάνω, δεν έδιναν στους υπόλοιπους, γιατί δεν ήξεραν πόσο θα κρατήσει η κατοχή. Ακόμη, εκείνη την εποχή, όσοι συγγενείς ξέραμε ότι έχουν κάποια περισσότερα τρόφιμα πηγαίναμε για να μας δώσουν. Κάποτε στην γιορτή του Αγίου Γρηγορίου εγώ και οι αδερφές μου, πήγαμε σε μία θεία μας, για να μας δώσει να φάμε και ξαφνικά μία κοπέλα βγήκε στο μπαλκόνι και μας είπε να γυρίσουμε πίσω. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι και οι συγγενικές σχέσεις, πόσο μάλλον οι διαπροσωπικές περνούσαν κρίση...
Ρούχα δεν υπήρχαν…  και χρησιμοποιούσαμε για ενδυμασία (όσοι είχαμε από τις σταφίδες) τα λεγόμενα σκληρά σταφιδόπανα. Παπούτσια μας, ήταν οι πλεχτοί σπάγκοι. Σε όσους περίσσευαν ρούχα, τα πουλάγανε στα χωριά. Ο πατέρας μου έλεγε  μία χαρακτηριστική ιστορία  " Όταν  παντρέψαμε  την αδερφή μου ,  τα ρούχα που της έδωσαν σαν δώρο βγήκαμε και τα πουλήσαμε στα γύρω χωριά."
         Η γιαγιά μου Χριστίνα Διαμαντοπούλου- Μακρή αφηγείται:  ‘’Είχαν έρθει οι Ιταλοί  στο σπίτι μας και στο διπλανό σπίτι υπήρχε ένα κάρο και ρώτησαν οι Ιταλοί  την μάνα μου «το κάρο αυτό είναι καλό, δουλεύει;». Η μάνα μου απάντησε « όχι, όχι» και αφού αυτοί πήγανε και το έλεγξαν και συνειδητοποίησαν  ότι ήταν  καλό, γύρισαν και χτύπησαν την έγκυο μάνα μου με το πίσω του ντουφεκιού στην κοιλιά,  και φωνάζοντας της είπαν:
 « παλιοκομμουνίστρια, το κάρο δουλεύει, γιατί μας είπες ψέματα;».                  Η μάνα μου απάντησε « να πάτε να βρείτε τους κομμουνιστές ...»   και έτσι έφυγαν οι Ιταλοί.
Η Άννα Σιθιακάκη αφηγείται την ιστορία του άντρα της από το Μεσολόγγι στα χρόνια της Κατοχής:Η μάνα μου ήταν αντάρτισσα πάνω στα βουνά και εγώ μικρό παιδί έμενα μόνος μου στο σπίτι μας. Πατέρα δεν είχα. Μια μέρα λοιπόν ο παππούς μου έπιασε πολλά ψάρια και οι Γερμανοί του τα πήραν. Από τότε ξεκίνησε για μένα ο πόλεμος. Κάθε βράδυ εγώ και ο ξάδερφος μου πηγαίναμε εκεί που είχαν σταθμεύσει οι Γερμανοί και τους κλέβαμε τα παπούτσια και τα ρούχα και αυτοί την επόμενη μέρα μας έψαχναν στα σπίτια για να μας σκοτώσουν. Αυτό γινόταν για μήνες. Η μάνα μου, όταν το έμαθε κατέβηκε από το βουνό και με έντυσε κοριτσάκι γιατί έτσι έλεγε θα γλίτωνα από τους Γερμανούς, διότι αυτοί έψαχναν το αγόρι. Έτσι και γλίτωσα…’
       Η Άννα Σιθιακάκη αφηγείται τη  ζωή στην Αθήνα την περίοδο της κατοχής : "Το κλίμα που επικρατούσε στην πόλη ήταν τρομαχτικό. Στους δρόμους περνάγανε Γερμανοί και πυροβολούσαν για να τρομάζουν τον κόσμο και εμείς κάθε τόσο κρυβόμασταν στις καταπακτές των σπιτιών για αμέτρητες ώρες, χωρίς φαγητό, νερό και χωρίς να μιλάμε."

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους παππούδες μου Δημήτρη Μακρή και Γεώργιο Σκαλτσά  και στην γιαγιά μου, Διαμαντοπούλου Χριστίνα για τις αναμνήσεις που μοιράστηκαν μαζί μου. 
Ένα ακόμα, μεγάλο ευχαριστώ στη θεία του μπαμπά μου, Άννα,για τις αφηγήσεις της.

                                                                             Σκαλτσά Αγγελική Β4







Σχόλια

  1. Συγκινητικό,αυθεντικό, καθηλωτικο!ευχαριστούμε,Όχι μόνο για τη μαρτυρία, μα πιο πολύ για τη ζεστασιά και περηφάνια που αναδύεται ανάμεσα σε διαφορετικές (τουλάχιστον 3..)γενιές και τις συνδεει αναπόσπαστα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστούμε πολύ , Άννα μου !όταν τα παιδιά έχουν όρεξη κάνουν θαύματα!νομίζω ότι πρέπει να ενισχύσουμε αυτή τη συνομιλία με το παρελθόν και το ...μοίρασμα των εμπειριών και να συνειδητοποιήσουμε πόσα μας ενώνουν!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Το ιστολόγιό μας στοχεύει στη συμμετοχή, τη συζήτηση, την ανταλλαγή, την έκφραση απόψεων και ιδεών, γι' αυτό και τα σχόλιά σας είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτα:-)

Δημοφιλείς αναρτήσεις