Βίνσεντ Βαν Γκογκ, το τέλος…
" η καρέκλα του Γκωγκέν", 1888
Στην Αρλ ο Βαν Γκογκ ξαναβρίσκει με χαρά τον Γκογκέν ο οποίος τον απαθανατίζει καθώς ζωγραφίζει τα «Ηλιοτρόπια».
Ο Βαν Γκογκ απεικονίζει τα λουλούδια αυτά σαν κλειστές ή μαδημένες μπάλες, και τον απασχολεί έντονα το κίτρινο, που το χρησιμοποιεί εξαντλώντας τις δυνατότητές του. Και αυτή ακριβώς η συνάντηση με τον πιο αγαπητό του φίλο, τον οποίο θεωρεί μεγάλο δάσκαλο, προξενεί την πρώτη σοβαρή κρίση που θα απειλήσει την ψυχική του υγεία. Ο Βαν Γκογκ δεν δέχεται την προσωπογραφία του Γκογκέν.
Δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του και δεν θέλει να ταυτιστεί μ´ αυτό τον άνθρωπο που ζωγραφίζει ηλιοτρόπια με ύφος τρελού. Μετά από έναν άγριο καβγά κι ενώ ο Γκογκέν επιστρέφει στο Παρίσι, κόβει το ένα του αυτί με ξυράφι. Στη συνέχεια θα καταγράψει ο ίδιος αυτό το επεισόδιο της ζωής του στην «Αυτοπροσωπογραφία με Κομμένο το Αυτί».
Στο νοσοκομείο του Σεν-Πολ τον περιθάλπει ένας νεαρός γιατρός, ο δρ. Ρε, που στη συνέχεια θα γίνει ένας από τους πρώτους και ειλικρινέστερους θαυμαστές του. Μόλις αναρρώνει ο Βαν Γκογκ κάνει το πορτρέτο του γιατρού του. όμως δεν έχει ξεπεράσει στο ελάχιστο την ηθική και ψυχολογική του κρίση. Ο Τέο ετοιμάζεται να παντρευτεί και ο Βαν Γκογκ εισπράττει το γεγονός αυτό ως εγκατάλειψη. Φεύγει, με την υποστήριξη του γιατρού Ρε, ελπίζοντας να θεραπευτεί στο άσυλο του Σεν-Ρεμί-ντε-Προβάνς. Έτσι τελειώνει η περίοδος της Αρλ. Κατά τη διάρκεια της μίας και μοναδικής χρονιάς που κράτησε η εκεί παραμονή του, ζωγραφίζει διακόσιους περίπου πίνακες και καμιά εκατοστή σχέδια.
Ο Βαν Γκογκ αποδέχεται την ψυχική του κατάσταση με ηρεμία και καρτερία. Όμως οι κρίσεις ξαναρχίζουν και ωθούν τον Βαν Γκογκ στην απελπισία. Όταν είναι έτσι άσχημα δεν καταφέρνει να ζωγραφίσει, αλλά μόλις νιώθει καλύτερα ξαναπιάνει το πινέλο. Παράγει εκατόν πενήντα πίνακες και εκατό σχέδια. Η τέχνη του αλλάζει. Το χρώμα δεν έχει πια το ίδιο βάρος. Τώρα τον απασχολούν περισσότερο οι φόρμες που γίνονται κυματιστές και ανήσυχες.
Χάρη στη διαμονή του στο Σεν-Ρεμί η υγεία του Βαν Γκογκ αποκαθίσταται γρήγορα. Ο αδερφός του Τεό, παντρεμένος και πατέρας ενός παιδιού, του ζητάει να επιστρέψει. Ο Βαν Γκογκ φτάνει στο Παρίσι το Μάιο του 1890. Έχει πια καθιερωθεί καλλιτεχνικά. Ξαναβλέπει με ευχαρίστηση τους παλιούς φίλους του, τον μπάρμπα-Τανγκί, τον Πισαρό, τον Τουλούζ-Λωτρέκ. Στο σπίτι του αδερφού του ξαναβρίσκει τους πίνακες που ζωγράφισε και καθώς αναλογίζεται την πορεία που διήνυσε αισθάνεται ικανοποιημένος. Όμως αυτό είναι μόνο μια ανάπαυλα. Η πόλη τον κουράζει και τον αναστατώνει. Μένει στο Παρίσι τέσσερις μέρες. Στο εξής, η ανάγκη να αμυνθεί στους παροξυσμούς της αρρώστιας θα αποτελέσει το κίνητρο των νέων του περιπλανήσεων.
Ο αδερφός του, αντιμετωπίζοντας οικονομικές δυσκολίες, δεν έρχεται να τον επισκεφθεί στην Οβέρ, όπου έμενε τότε, έτσι, αποφασίζει να πάει εκείνος να τον βρει στο Παρίσι. Η συνάντησή του με τον αδερφό του και τη νύφη του, μια Κυριακή στις αρχές του Ιουλίου, καταλήγει σε καβγά.
Ο Βαν Γκογκ έχει την εντύπωση ότι όλα γκρεμίζονται γύρω του. Περνά την 14η Ιουλίου ολομόναχος. Σ´ ένα γράμμα του στον Τεό, στις 23 Ιουλίου, του μιλά για τη ματαιότητα της ζωής. Στις 27 Ιουλίου, ημέρα Κυριακή, ο Βαν Γκογκ κατευθύνεται προς τα σταροχώραφα, όπως τόσες άλλες φορές. Δεν έχει όμως μαζί του ούτε πινέλα, ούτε καβαλέτο, μόνο ένα περίστροφο για να χτυπήσει κοράκια. Σε μια στιγμή βαθιάς απελπισίας, το στρέφει στον εαυτό του.
Τραυματισμένος κατορθώνει να φτάσει μέχρι το καφενείο Ραβού, όπου έχει νοικιάσει ένα δωμάτιο. Ο γιατρός Γκασέ ειδοποιείται και σπεύδει να τον σώσει. Διαπιστώνει όμως ότι η σφαίρα δε γίνεται να αφαιρεθεί. Όταν το επόμενο πρωί φτάνει ο Τεό, βρίσκει τον αδερφό του καθισμένο ήσυχα στο κρεβάτι του να καπνίζει την πίπα του. κουβεντιάζουν όλη τη μέρα στα Ολλανδικά και ξαναβρίσκουν τη συμπόνια του παλιού καλού καιρού.
Το βράδυ ο Τεό δε φεύγει. Ξαπλώνει δίπλα του στο ίδιο κρεβάτι. Ο Βαν Γκογκ πεθαίνει έτσι, κοντά στον Τεό, γύρω στη μιάμιση τα ξημερώματα στις 28 Ιουλίου 1890.
"κοράκια στα σταροχώραφα" , 1890, ίσως η πνευματική και καλλιτεχνική του διαθήκη, αποκαλύπτει το υπαρξιακό δράμα του δημιουργού του.
δραματικό τέλος όπως και οι πίνακες του. Ή μήπως δραματική όλη του η ζωή. Συγχαρητήρια για την πολύ όμορφη παρουσίαση
ΑπάντησηΔιαγραφήΥΠΕΡΟΧΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΝΑ ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ...
...ΓΙΑ ΜΙΑ ΤΟΣΟ ΤΑΡΑΓΜΕΝΗ ΖΩΗ!!!
{ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ}
ΘοδωρήςΜ.
[αντί σχολίου, το παρακάτω ποίημα για έναν προαναγγελθέντα θάνατο, από έναν ακόμη «ιδανικό αυτόχειρα»]
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλέξης Τραϊνός,
Κάποιος έφυγε
Κάποιος έφυγε από μέσα μας
Ξεκλείδωσε κάποτε τους αρμούς μας
Φόρεσε τα πιο ωραία μας ρούχα
Και κάνοντας μια ραγισματιά αιφνίδια
Πετάχτηκε
Όπως απ' το νεκρό πετιέται η στερνή πνοή
Πετάχτηκε με τους πολλούς καθρέφτες
Τους αμέτρητους ήλιους
Έφυγε
Δεν ήθελε να ζει μαζί μας
Σφίγγοντας νεκρά πουλιά.
Κλείνοντας τον παγωμένο αέρα στα γόνατα
Έριξε το κορμί του στη νύχτα
Στην άλλη υπόσταση των πραγμάτων…
Έφυγε αφήνοντάς μας μια ραγισματιά
αιφνίδια
Τις μικρές λυπημένες φωνές των πραγμάτων
Κάτι σωπασμένους αδύνατους ήχους
Ανέκφραστα πενιχρά πράγματα
Που τον βαστάζουν και τον θυμούνται
Όπως η άνοιξη κάθε φορά που έρχεται τον θυμάται
Κι η γυρισμένη ζωή
Και τ' ανοιγμένο μας στήθος
Εμείς τον κλαίμε ακόμη.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγνώμη, λάθος διαγραφή παραπάνω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραία και ολοκληρωμένη παρουσίαση ενός μεγάλου καλλιτέχνη.
Συγχαρητήρια!
( ωραία η διατύπωσή σου, Στέλλα, " ειλικρινέστεροι θαυμαστές". Που σημαίνει, απλά, πως οι θαυμαστές δεν είναι πάντα ειλικρινείς ή, έστω, ειλικρινείς στον ίδιο βαθμό..)
ΑπάντησηΔιαγραφήΤραγική ζωή, μέσα στον πυρετό της δημιουργίας. ΔΕΝ είναι γραφικό στοιχείο μιας καλλιτεχνικής φύσης τα μέσα δαιμόνια. Δεν κόβει κανείς τ' αυτί του από καπρίτσιο, ούτε αυτοκτονεί για να διογκώσει το μύθο του.
Δεν μπορείς να νιώθεις παρά μια τρυφερότητα, ίσως κι ένα δέος απέναντι σε μια ύπαρξη που μετριέται τόσο έντονα με τη ζωή, προτού, στα 37 της, την εγκαταλείψει αυυτόβουλα.
Στέλλα, το τετριμμένο: απολαυστική παρουσίαση.
evhalos, Θοδωρή, Φωτεινή
ΑπάντησηΔιαγραφήευχαριστώ πολύ
Λίλα
το ποίημα μου φέρνει στην επιφάνει α συναισθήματα θλίψης, συμπάθειας, ίσως και ενοχών που αφήσαμε αυτό τον άνθρωπο να φύγει. Όμως, Διονύση, νομίζω ότι κάθε αυτόχειρας πέρα από μια κοινή, σε πολλές περιπτώσεις, αυτοκαταστροφική τάση, έχει το δικό του ψυχαναλυτικό προφίλ και ο Βαν Γκογκ τρομάζει πραγματικά, με το σκοτεινό τρυκιμισμένο πέραγος που πρέπει να ήταν η βασανισμένη του ψυχή, καθώς αναμετριέται με τον προαιώνιο φόβο του θανάτου....
Τραγικό τέλος.. ολη η ψυχολογια του αποτυπωμενη στους πινακες του..
ΑπάντησηΔιαγραφή