ΞΑΝΑΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ...


                                ΣΤΟ ΕΡΓΟ " ΣΤΕΛΛΑ ΒΙΟΛΑΝΤΗ"




              Η   δημιουργική γραφή στη λογοτεχνία.Οι μαθήτριες φαντάζονται ένα διαφορετικό τέλος στο έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου.Ας απολαύσουμε τις διαφορετικές εκδοχές.



Στέλλα Βιολάντη: Η συνέχεια...
Μια πρώτη  εκδοχή...

- Εκατάλαβα˙ εσύ, παιδί μου, έχεις το διάολο μέσα σου!
Αυτή ήταν η τελευταία της φράση. Προχώρησε προς τη θύρα γεμάτη απελπισία, ξεκλείδωσε και, αφού εξήλθε, τη βρόντηξε για να δείξει στην κόρη της πως είχε χάσει πια ολότελα τη στήριξή της.
   Η Στέλλα, κυριευμένη από οργή, εσηκώθη απότομα από το διβάνι, όρμησε προς τη θύρα και την εκτύπησε με όλη τη δύναμη που της είχε απομείνει φωνάζοντας:
- Ναι, θα φύγω! Μ’ ακούτε; Θα φύγω και δε θα λογαριάσω τίποτε. Κανείς σας δεν μπορεί να με σταματήσει. Θα φύγω, θα φύγω..., έλεγε και σε κάθε λέξη εβροντούσε τη θύρα με το χέρι της.
   Ύστερα, ακούμπησε την πλάτη της επάνω και, αφήνοντας το σώμα της να κυλήσει ώσπου να φτάσει στο πάτωμα, άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Στην πραγματικότητα, δεν τα εννοούσε όσα είχε πει. Τα είπε από πείσμα, από εγωισμό. Τώρα, όμως, έπρεπε και να τα πράξει ,γιατί ήταν η Στέλλα του Βιολάντη. Έκλαιγε γοερά, τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα ώσπου, τελικά, ήρθε και την πήρε ένας ύπνος ανήσυχος, ένας ύπνος ταραχώδης.
   Το επόμενο πρωί την βρήκε ξαπλωμένη στο ξύλινο πάτωμα της σοφίτας. Τα στεγνά δάκρυα που αισθανόταν στο πρόσωπό της της εθύμισαν αμέσως τα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας. Βάλθηκε να τρίβει τα μάγουλά της. Όχι, δεν της άρμοζε να κλαίει. Ήταν πια αποφασισμένη. Θα έβρισκε κάποιον τρόπο και θα το έσκαγε. Εσηκώθη κι εκίνησε προς το σφραγισμένο παράθυρο. Εκάθισε δίπλα και άρχισε να λογαριάζει πώς μπορούσε ν α ξεφύγει. Σε ό,τι και να επιχειρούσε ήταν μόνη της αφού κανένας δεν την υποστήριζε.
    Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ηκούσθη από τη θύρα ένα ευγενικό χτύπημα. Η Ρηνιώ επρόβαλλε διστακτικά κρατώντας λίγον άρτο και νερό. Η Στέλλα απόρησε. Δεν πίστευε πως μετά από αυτόν τον καβγά η μητέρα θα επέτρεπε να της φέρουν φαγητό, τουλάχιστον όχι για μιαν ολόκληρη ημέρα.
- Μόνο αυτά μπόρεσα να σου κρατήσω κυρά, είπε η Ρηνιώ ξεκαθαρίζοντας τις σκέψεις της Στέλλας.
   Μα βέβαια... Πώς δεν το είχε σκεφτεί πρωτύτερα; Η Ρηνιώ. Η Ρηνιώ που ήταν στη δούλεψη της οικογένειας Βιολάντη από μικρό παιδί και αγαπούσε την “κυρά” σαν αδερφή της. Ήταν η μόνη που μπορούσε να βοηθήσει. Η Στέλλα έτρεξε κοντά της, έπιασε τρυφερά τα χέρια της κοπέλας και είπε παρακλητικά αλλά κai  ελπιδοφόρα:
- Βοήθησέ με! Βοήθησέ με Ρηνιώ να ξεφύγω από εδώ. Στο όνομα των παιδικών μας χρόνων, βοήθησέ με.
   Εκείνη κοντοτάθηκε. Δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοια ξεσπάσματα της “κυράς” της. Έβλεπε πάντοτε τη Στέλλα ως ένα δυναμικό, ισχυρογνώμον κορίτσι που δεν τα παρατούσε ό,τι και να συνέβαινε. Γι’ αυτό, τώρα, εκατάλαβε την απελπισία και τη δύσκολη θέση της. Εκοίταξε τα μάτια της, που έλαμπαν γεμάτα αγωνία, και την καθησύχασε:
- Μην ανησυχείς, κυρά. Θα κάμω ό,τι μπορώ. Πες μου τι είναι αυτό που επιθυμείς και εάν τα καταφέρω...
- Τον Χρηστάκη. Βρες, πρώτα, τον Χρηστάκη και πες του τι ετοιμάζουνε, είπε θέλοντας να αισθανθεί πως, επιτέλους, δεν είναι μόνη της, πως κάποιος -ή μάλλον κάποια- τη στηρίζει. Φύγε, τώρα, για να μη σε δουν εδώ και μπλέξουμε και οι δύο.
     Τον απολάμβανε αυτόν τον πληθυντικό. Ένιωθε, τώρα, κάποια ελπίδα. Επλησίασε το παράθυρο και εκοίταξε από τη χαραμάδα ανάμεσα στα καρφωμένα ξύλα. Ο ουρανός της φάνηκε πιο φωτεινός, ο πέτρινος δρόμος πιο κοντινός, Σαν να τον έφτανε άμα άπλωνε το πόδι της έξω από το κλειστό παράθυρο. Έμεινε να κοιτάζει όλο το απόγευμα. Ώσπου τον είδε! Επρόβαλλε από τη γωνιά του δρόμου. Λίγο λαχανιασμένος, λίγο ανήσυχος. Σαν κάτι να έψαχνε. Μια ανησυχία, όμως, γλυκιά, χαρούμενη. Τα μάτια της Στέλλας άστραψαν.
- Ο Χρήστος! Ήρθε ο Χρηστάκης. Με γυρεύει! Του μίλησε η Ρηνιώ και ήρθε να με πάρει.
     Μιλούσε στον εαυτό της. Όσα είπε από πείσμα το προηγούμενο βράδυ στη Βιολάνταινα, είχε αποφασίσει πως θα τα πράξει. Είχε εναποθέσει τις ελπίδες της στη Ρηνιώ και στον Χρηστάκη. Ήταν μια Στέλλα ολότελα διαφορετική. Αφότου η Ρηνιώ μετέφερε το μήνυμα στον Χρήστο, η σωτηρία της εξαρτιόταν αποκλειστικά από εκείνον. Πού να ήξερε τι της έμελλε;
- Χρήστο! Αγάπη μου!, άρχισε να φωνάζει.
     Εκείνος δε φάνηκε να την ακούει. Μονάχα εκοίταζε μία από την αριστερή και μία από τη δεξιά πλευρά του δρόμου. Ξάφνου, εστάθη και ένα μεγάλο χαμόγελο εσχηματίσθη στο πρόσωπό του. Άνοιξε πλατιά τα χέρια του και περίμενε.
      Η Στέλλα που τον επαρακολούθη δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε. Εκείνη η γωνία ήταν κρυμμένη πίσω από μία πλατύφυλλη συκιά που της έκοβε τη θέα. Ένα κακό προαίσθημα άρχισε να την καταλαμβάνει. Δεν άργησε να βγει αληθινή αφού μια νέα κοπέλα έπεσε στην αγκαλιά του Χρήστου. Οι δύο νέοι φιλήθηκαν, εκράτησαν ο ένας το χέρι του άλλου και απομακρύνθηκαν ευτυχισμένοι.
   Η Στέλλα δεν έχασε στιγμή τα μάτια της από πάνω τους ώσπου εχάθησαν στη στροφή. Εκινήθη με μικρά βήματα προς τα πίσω και όλο έστριβε το κεφάλι της δεξιά και αριστερά, πρώτα με αργούς και έπειτα με γρήγορους ρυθμούς αυξάνοντας παράλληλα και τη φωνή της:
- Όχι, όχι... ΟΧΙ! Αποκλείεται... Δεν μπορεί να μου το έκαμε αυτό. Ο Χρήστος με αγαπάει. Θα με σώσει.
   “Θα με σώσει” ξαναείπε ουρλιάζοντας τώρα και έτρεξε προς το μικρό τραπέζι πάνω στο οποίο βρίσκονταν λιγοστά αντικείμενα. Απότομα σταμάτησε, πήρε μια βαθιά ανάσα και, βγάζοντας μια λυσσασμένη κραυγή, το αναποδογύρισε. Με τη μανία που κυριεύει τους παράφρονες άρχισε να γυρίζει σε όλο το δωμάτιο διαλύοντας και σκορπώντας τα πάντα στο πάτωμα. Έσκισε το σεντόνι, τραβούσε τα μακριά της μαλλιά, πέταξε το μοναδικό βάζο που υπήρχε στον τοίχο σπάζοντάς το σε χίλια κομμάτια και σωριάστηκε κάτω. Μαζεύτηκε σε εμβρυακή στάση και έμεινε έτσι για αρκετή ώρα. Κανείς δεν την άκουσε ή δεν ήθελε να την ακούσει.
   Εξημέρωνε σε λίγο. Η Στέλλα πιο αδρανής πλέον αλλά καθόλου ήρεμη σύρθηκε ως το αναποδογυρισμένο τραπέζι. Πήρε την πένα που βρήκε και έφτασε στον τοίχο. Ήταν τρομερή η στιγμή εκείνη. Το κορίτσι, με χέρι που έτρεμε, κατόρθωσε να γράψει: “Επειδή κανείς δε με αγαπάει. Εκτός από το Ρηνάκι μου. Συγγνώμη Ειρήνη.” και υπέγραψε “η Στέλλα ΟΧΙ του Βιολάντη”.
   Στηρίχτηκε στον τοίχο και άφησε το χέρι που κρατούσε την πένα να πέσει άγρια στο πάτωμα. Με το άλλο χέρι πήρε ένα σπασμένο κομμάτι από το γυάλινο βάζο. Είχε φτάσει το τέλος. Η Στέλλα, με μια απότομη κίνηση, αποχαιρέτησε αυτόν τον κόσμο.
   Όχι πολλήν ώρα αργότερα ηκούσθη ξανά το ευγενικό χτύπημα στη θύρα. Η Ρηνιώ έφερνε τα άσχημα νέα της παντρειάς του Χρήστου. Ξεκλείδωσε και άνοιξε και πάλι διστακτικά. Πρώτα, αντίκρυσε το χάος που επικρατούσε στη σοφίτα. Ψέλλισε το όνομα της φίλης της. Δεν πήρε απάντηση. Επροχώρησε λίγο πιο μέσα και τότε την είδε.
- Θεέ μου, αναφώνησε. Στέλλα, έτρεξε κοντά της. Στέλλα, ξύπνα, ανασήκωσε το άψυχο σώμα της. Στέλλα, ούρλιαζε τώρα. Στέλλα, έκλαιγε. Αδελφούλα μου, σπάραζε.
   Η Βιολάνταινα και η άλλη υπηρέτρια άκουσαν τις φωνές και ανέβηκαν στη σοφίτα. Η μητέρα, αφού αντίκρυσε το αποκρουστικό θέαμα, έπεσε λιπόθυμη. Κόσμος μαζεύτηκε έξω από το σπίτι του Βιολάντη. Μαζί κι ο Χρήστος. Κάτι τραγικό είχε συμβεί.
- Η κόρη του Βιολάντη αυτοκτόνησε, είπαν κάποιοι.
     Μόνο η Ειρήνη φώναζε: “Στέλλα, Στέλλα...”


                                                                                      Ντέλλα Αλεξάνδρα Β3

                                                     
                                        Μια δεύτερη   εκδοχή...

-Κατάλαβα εσύ παιδί μου έχεις τον διάολο μέσα σου. Και σαν είπε αυτό η μητέρα κλείδωσε τη πόρτα. 
   Όμως η Στέλλα δεν το έβαλε κάτω, πήγε πίσω από τη πόρτα άρχισε να την χτυπάει και να φωνάζει. Ένοιωσε την πίεση να περνάει από το λαιμό στο κεφάλι της, δεν άντεξε άλλο...Μέτα από λίγη ώρα καθώς κουράστηκε είπε "Δεν αντέχω άλλο. Γιατί η ζωή να είναι τόσο άδικη; Κάθισε κάτω και ξέσπασε σε κλάματα".   Νύχτωνε πλησίαζε η ώρα που επέστρεφε ο πατέρας από την απογευματινή του έξοδο. Μόλις μπήκε ο Βιολάντης σπίτι ρώτησε,τη γυναίκα του με ύφος ειρωνικό.
-Τι έγινε τελικά; Φαντάζομαι μετάνιωσε και θέλει να ζητήσει συγγνώμη από τον πατέρα της έτσι;
-Όχι απάντησε εκείνη
-Τι όχι γυναίκα; ρώτησε
    Η γυναίκα συνέχισε με φωνή που έτρεμε και δεν ακουγόταν.
-Δεν θέλει να ζητήσει, συγγνώμη προτιμάει να πεθάνει παρά να είναι δυστυχισμένη λέει.
Ο Βιολάντης δεν είπε τίποτα κατευθύνθηκε νευριασμένος προς το δωμάτιο που ήταν κλειδωμένη η Στέλλα και είπε:
-Τι πράγματα είναι αυτά που μου είπε η μητέρα σου;Ελπίζω να μην αστειεύεσαι
-Όχι πατέρα κανείς δεν αστειεύεται, είπε υψώνοντας τον τόνο της φωνής της.
-Στέλλα πρώτον έμενα δε θα μου υψώνεις τον τόνο της φωνής σου και δεύτερον πας κόντρα στα θελήματα του πατέρα σου;
-Ναι πατέρα, αν τα θελήματα σου θα με κάνουν δυστυχισμένη σου πάω κόντρα και ξέσπασε σε κλάματα. Ο Βιολάντης είχε νευριάσει τόσο πολύ που πήγε να απλώσει το χέρι του στην Στέλλα. Κάτι όμως τον σταμάτησε. Κοίταξε την κόρη του με βλέμμα που ποτέ δεν την είχε κοιτάξει, και τότε είπε:
-Θα σε αφήσω να σκεφτείς, όμως θα μου απαντήσεις αύριο.
-Δεν έχω τίποτα να σκεφτώ ό,τι είχα το είπα . Η Στέλλα έβλεπε την πόρτα να κλείνει, και την έπιασε το παράπονο. Άρχισε να μονολογεί  "Γιατί να μου το κάνουν αυτό; Γιατί οι γονείς μου είναι τόσο άκαρδοι; Δεν νοιάζονται καθόλου για μένα. Νιώθω λες και είμαι ένα σκουπίδι. Το μόνο που ήθελα ήταν να ζήσω ευτυχισμένη με τον Χρηστάκη." 
      Και ενώ όλες αυτές οι σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό της, η Στέλλα πλησίασε το κουτί που βρισκόταν στο δωμάτιο. Ήξερε ότι υπήρχαν προσωπικά αντικείμενα του πατέρα της. Το άνοιξε και άρχιζε να ψάχνει. Έψαχνε μέχρι το ξημέρωμα και δεν την έπιανε ο ύπνος. Βρήκε το παλιό όπλο του πατέρα της, το κρατούσε και χάζευε για αρκετή ώρα. Άκουσε βήματα από τις σκάλες, έκλεισε γρήγορα το κουτί τοποθετώντας το όπλο κάτω απ’ το μαξιλάρι της. Άνοιξε η πόρτα και ακούστηκε μια φωνή;
-Στέλλα κοιμάσαι;
-Όχι μητέρα θες κάτι;Μήπως θες πάλι να μου πεις για τις λάθος αποφάσεις που έχω πάρει; Ό,τι και να μου πείτε εγώ αυτόν θέλω, σας αρέσει δεν σας αρέσει.
    Η μητέρα δεν είπε τίποτα την κοίταξε με βλέμμα απογοητευμένο και μετά έφυγε. Η Στέλλα νευριασμένη άρχισε να χτυπάει με μίσος το μαξιλάρι της. Ακούστηκε ένας δυνατός ήχος,έπεσε το όπλο από το κρεβάτι το κοίταξε χωρίς να το σκεφτεί το έπιασε στα χέρια της και το τοποθέτησε στο κεφάλι της και είπε "Εγώ έτσι δεν θέλω να ζήσω, προτιμώ να πεθάνω πάρα να ζήσω, την ζωή που επιθυμούν οι άλλοι για μένα."  Τράβηξε την σκανδάλη και ο πυροβολισμός ήταν τόσο δυνατός που ταρακουνήθηκε το σπίτι. Μόλις το ακούσαν αυτό οι γονείς ανεβήκαν πάνω και βρήκαν την Στέλλα πεσμένη στο πάτωμα, η μητέρα άρχισε να φωνάζει και να κλαίει. Ο άντρας της δίχως να πει κάτι πήρε την κόρη του στα χέρια την έβαλε στο κρεβάτι και είπε με βλέμμα γεμάτο πόνο:
-Συγγνώμη κόρη μου,εγώ φταίω που δεν πρόκειται πότε να γίνεις ευτυχισμένη. Πως μπόρεσα να σου στερήσω την ευτυχία;Και ξεκίνησε να κλαίει πάνω από το σώμα της νεκρής πλέον Στέλλας.

                                                              Σαμπάνη Έρση-Αναστασία Β3΄



και μια  τρίτη  εκδοχή ...                                           

   ... Μετά από αυτήν την φράση, η Βιολάνταινα σηκώθηκε και έφυγε έξαλη από το δωμάτιο της Στέλλας, χωρίς να μπορεί να πιστέψει τις ξαφνικές αντιδράσεις και τα λόγια της κόρης της. Πλέον πίστευε ότι η Στέλλα ήταν άξια της μοίρας της και για ότι θα συνέβαινε στο μέλλον δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι, εφόσον πήγε να την συμβουλέψει και αυτή αρνήθηκε να την υπακούσει.
  Η Στέλλα συγκλονισμένη μετά από όλα αυτά, δεν πίστευε ποτέ ότι θα μπορούσε να αντιμιλήσει έτσι και να ξεστομίσει τόσα πράγματα. Πλέον, τίποτα δεν θα την σταματούσε και γι’αυτό την επόμενη ημέρα θα πήγαινε κρυφά να βρεί τον Χρήστο. Έτσι περίμενε σιωπηλά μέχρι την άλλη ημέρα κλειδωμένη στο δωμάτιο της και όταν η μητέρα της έφερε φαγητό,  την ώρα που πάει να τις αναφέρει για το προξενιό που επρόκειτο να γίνει με ένα από τους γιούς του μεγαλέμπορα όλης της Περιφέρειας, η Στέλλα αποκρίθηκε ότι δεν θέλει να συνεχίσει αυτή την κουβέντα.
  Έτσι, η μάνα έφυγε χωρίς να την κοιτάξει καν. Το μόνο που είπε στον πατέρα όταν κατέβηκε ήταν να προχωρήσει το προξενιό κρυφά από την Στέλλα και ότι  θα το αποδεχόταν αργότερα μόλις ηρεμούσαν τα πράγματα. Το επόμενο πρωί  η Στέλλα καθώς ετοιμαζόταν να το σκάσει και να πάει να βρεί τον Χρήστο, η χαρά της δεν κράτησε για πολύ καθώς τον βλέπει από το παράθυρό της με μία άλλη κοπέλα. Τότε, η Στέλλα έχασε την γη κάτω από τα πόδια της, κάθισε στο κρεβάτι της και άρχισε να κλάιει ασταμάτητα.
  Ο μόνος άνθρωπος που είχε εναποθέσει όλες τις ελπίδες της, την απογοήτευσε και αυτός. Μάλιστα άρχισε να σπάει ό,τι έβρισκε μπροστά της και η μάνα της εφόσον άκουσε τους θορύβους έτρεξε επάνω να δεί τι έγινε. Όταν της τα εξήγησε όλα αγκαλιάστηκαν ξανά μετά από τόσο καιρό, ζητώντας η μία συγνώμη στην άλλη.
    Έπειτα, κατέβηκε κάτω και με δάκρυα στα μάτια μίλησε στον πατέρα της μετά από τόσο καιρό, χωρίς να φέρει καμία αντίρρηση ,το μόνο που του είπε ήταν να συνεχίσουν το προξενιό.  Ο πατέρας της, δεν περίμενε κάτι τέτοιο. Μετά από όλα αυτά του είπε ότι κατάλαβε το λάθος της, καθώς την δεδομένη στιγμή το μόνο που της είχε απομείνει ήταν η οικογένεια της και γι’αυτό υποχώτησε και ήταν πρόθυμη να συνεχιστεί το προξενιό.
    Πέρασε ο καιρός, έγινε ο γάμος και πλέον η επαναστάτρια Στέλλα όχι μόνο ξεπέρασε την αγάπη της για τον Χρήστο, αλλά έγινε υπέροχη μητέρα τριών παιδιών.  Λοιπόν, συνέχισε την ζωή με τον σύζυγό της και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα...  
                                                                    Αργυρώ Παπατζελάκη  Β3




   

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις