Αύγουστος

 Ο Αύγουστος μέσα από τα μάτια των ποιητών...



Κική Δημουλά - Ούτως ή άλλως

Ένας κούφιος θόρυβος έπεσε στο μπαλκόνι

σαν κουκούτσι από σταφύλι που έτρωγε το φως

ή πως μου πέταξε η θάλασσα ξερή

την κόρα μόνο ενός κυματισμού

την ψίχα ως συνήθως θα πρόλαβε ν' αρπάξει

άλλο πιο επιδέξιο από μένα μακροβούτι.

 

Ανάσκελο ένα ξέπνοο τζιτζίκι.

Τροχαίο ατύχημα υποθέτω - αν καταδεχόταν

να φοράει το κράνος της η παραφορά

σήμερα θα ήτανε μια πολύ επιτυχημένη

αντιφατικότης.

 

Όπως και να' ναι στο σημείο της πτώσης

γούβωσε λίγο ο Αύγουστος.

 

Θα παραγεμίσω αμέσως αυτή τη λακκούβα

με μπάζα περσινά

μην έρθει και κάνει κατάληψη

πάλι καμιά επίσπευση με το συγγενολόι της.

 

Τι γυφταριό! Κοιμούνται όλοι μαζί στρωματσάδα

κατάσαρκα επάνω στο πτώμα.



Νικηφόρος Βρεττάκος  - Αυγουστιάτικος άνεμος

Είναι τόση η γαλήνη, που δεν ξέρω αν υπάρχουν

καρδιές χωριστές – τόσα μάτια, όσα βλέπουν

αυτή τη στιγμή: ζώα, ψάρια, φυτά και πουλιά

κι αδερφοί το στερέωμα, πάμφωτο, διάφανο, ανάμεσα

στην κάτασπρη γύρη του.

Νιώθω μέσα στο στήθος μου

την καρδιά μου νερό που χορεύει και νιώθω

σα να ‘μαι ένας διάττοντας που πέφτοντας στάθηκε

για λίγο μετέωρος και γύρισε πάλι, φωτεινός και

χαρούμενος,

προς τα πάνω. Ψυχή μου! Τι σε θέλω, ψυχή μου; Τι

κάθεσαι και

δε γίνεσαι μέλισσα; Δυο γραμμούλες φωτός,

δυο αστεράκια οι κεραίες σου – πέταξε, πρόλαβε, τρέξε,

ένα γύρο, δυο γύρους, τρεις γύρους, να φέρεις

φωτιά στην κυψέλη σου.

 

Ψυχή μου, χαρά μου, τι κάθεσαι μέλισσα;

Άνοιξαν όλα τα λουλούδια του σύμπαντος.

 


Οδυσσέας Ελύτης - Ο Αύγουστος

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά

Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά

Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σέναν ορκιζόμαστε

Πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε

Απ΄την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε

Κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν΄ανάψουμε

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά

Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.

 


Γιάννης Ρίτσος - Μεσημέρι Αυγούστου

Πίσω απ’ τις γρίλιες είναι το μεγάλο μεσημέρι.

Τα σκόρπια σπίτια κάτασπρα, κ’ ένα κόκκινο

κάτω απ’ το λόφο. Λίγο πιο πάνω, ξέρουμε,

είναι η μεγάλη ασβεστωμένη μάντρα. Από κει

κατεβαίνει η δροσιά προς τους ευκάλυπτους, κ’ ένα άρωμα

από σάπια ροδάκινα σωριασμένα στο δρόμο.

Άξαφνα τα τζιτζίκια σώπασαν. Δυο ηλιοκαμένα σώματα

στ’ άσπρα σεντόνια. Βγάλε και το δαχτυλίδι σου –

μου πιάνει ένα δικό μου χώρο στο μικρό σου δάχτυλο.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις