το Κρυο του Γιουκον

                            Το κρύο του Γιουκόν

                                                                                  του μαθητή Κατσιαούνη Θανάση


Το κρύο είχε σκεπάσει τη καλύβα. Οι ξύλινοι τοίχοι, σφιγμένοι από την αγκαλιά του χειμώνα που ερχόταν μένανε σταθεροί πάρα την μεγάλη χιονοθύελλα που  έξω λυσσομανούσε. Τέτοιο καιρό είχε να δει χρονιά το Σκάγκγουει, λες και η τρέλα του Κλοντάϊκ είχε θυμώσει την ίδια την παντοδύναμη φύση. Πολλοί πέθαναν αυτή τη χρονιά, είτε από το καταραμένο κρύο είτε από " ατυχήματα" με τα αγρίμια των δασών.

 Οι περισσότεροι ήταν νέοι, άπειροι μα πιο πολύ και χειροτέρα για αυτούς , φιλόδοξοι. Ο Σαμ δεν ήταν έτσι. Ερχόμενος από το Κεμπέκ, σκληραγωγήθηκε γερά από τη φύση. Φήμες λένε ότι ήρθε στο   Γιουκόν με τίποτα παραπάνω από τη επιθυμία του να ξεφύγει το άσυλο του Τορόντο. Αν μόνο ήξεραν οι κάτοικοι αυτής της περιοχής που τον πρωτοείδαν ότι ακόμα άκουγε τις φωνές τα βράδια σαν λύκους στο μισοφέγγαρο...

 Σηκώθηκε. Η καλύβα ήταν παγωμένη και το χιόνι έμπαινε μέσα από την ανοιχτή πόρτα . Ο άνεμος θα την είχε ανοίξει . Μα οι γρατζουνιές στο χερούλι μαρτυρούσαν κρυφά πως η πόρτα είχε ανοιχτεί από τον Μαξ. ‘’Το παλιόσκυλο , κάποια μέρα θα πεθάνει μέσα στο χιόνι και άντε να βρεις άλλο για να σέρνει το έλκηθρο’’ είπε αγανακτισμένα. Πήγε στο τραπέζι, Έφαγε μια φέτα ψωμί και λίγο καπνισμένο σολομό πριν τα ξεπλύνει όλα με το κακό ουίσκι των ντόπιων. Σου έκαιγε τα σωθικά , μα του άρεσε. Μόνο όταν το έπινε πίστευε ότι πράγματι ένιωθε κάτι. Ντύθηκε, έβαλε το παλτό του και τα χιονοπέδιλα και άρχισε να περπατάει προς την πόρτα. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε. Κάτι παραλίγο να ξεχάσει. Το τουφέκι. Το πήρε και έφυγε. 

Δεν ήταν μέρα σήμερα για βόλτες. Όχι. Ο καιρός ήταν ήδη άσχημος αλλά τα σύννεφα πίσω από τα βουνά φανέρωναν σημάδια για κάτι πολύ χειρότερο. Περπάτησε , περπάτησε ψάχνοντας να βρει το καταραμένο αλλά αυτό δεν ήταν πουθενά. Ξάφνου όμως το βρήκε το μονοπάτι του. Το κοπρόσκυλο μαδούσε είτε από την γέρικη ηλικία του είτε από το ξύλο που του έδινε κάθε βράδυ μέσα στο μεθύσι. Ακολούθησε τις τρίχες. Α! στο τρισκατάρατο διάολο! τούτο εδώ θα έχει χάσει όλη του τη γούνα. Και τότε χωρίς να προλάβει να πάρει ανάσα , το είδε. Το κουφάρι κοντά στο ποτάμι . Όταν πήγε πιο κοντά , επιβεβαιώθηκε , ήταν όντως ο Μαξ. Χωρίς να χάσει στιγμή έδεσε τα πόδια  του με σκοινί και άρχισε να κατευθύνεται προς το σπίτι. Θα το έτρωγε αφού δεν θα μπορούσε να του σέρνει το έλκηθρο. Έτσι θα έκανε οικονομία στο φαΐ για να πάρει ένα άλλο. Ωστόσο η μοίρα δεν το ‘χε γραφτό να γυρίσει σπίτι.



Το κάλεσμα ενός λύκου σήμανε κίνδυνο. Πέταξε κάτω το κουφάρι και οπλίστηκε. Είχε σκοτώσει ήδη τρεις λύκους πέρυσι στο πέρασμα του κορακιού όταν του είχαν επιτεθεί .Μπαμ. Ακούστηκε ο πρώτος χτύπος του τουφεκιού και λίγο πιο μετά θα έπεφτε και ο δεύτερος. Μπαμ. Τώρα τα πτώματα των ζωών είχαν πληθύνει μα ο Σαμ δεν ηρέμησε. Απέναντι του , ένας λύκος τον κοιτούσε κατάματα σαν να ήθελε εκδίκηση για τα αδέρφια του και πριν καν προλάβει να γεμίσει του όρμησε. Με ένα πήδημα έπεσε πάνω του και έριξε το τουφέκι στο απαλό χιόνι. Αυτός πολεμούσε με ό,τι μπορούσε , τραβώντας ανελέητα τις τρίχες της γούνας ,ώσπου έβγαλε το πιστό του μαχαίρι. Δίχως νόημα όμως. Το τέρας της φύσης είχε ήδη μπήξει τα κοφτερά του δόντια μέσα στις ζέστες του φλέβες. Ενώ ακόμα  ζούσε, την τελευταία στιγμή έδωσε και αυτός το δικό του χτύπημα στον θηρευτή του. Το μαχαίρι ήταν πλέον και αυτό μέσα στη σάρκα του. Έπεσε λίγο πιο δίπλα του , φωνάζοντας την τελευταία του κραυγή. Λίγες στιγμές μετά, ο Σαμ κείτονταν νεκρός στο φρέσκο χιόνι με το αίμα του να κυλά γοργά και απαλά σχηματίζοντας ένα ρυάκι. Θα ήταν η τελευταία ζεστασιά που θα γνώριζε αυτός ο τόπος για τον υπόλοιπο χειμώνα πριν σκεπαστεί από το λευκό χιόνι. Αυτό που μέσα  σε αυτό το σκληρό κόσμο , ήταν ίσως το πιο άγριο στοιχείο, μετά τον άνθρωπο...

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις