Φορέσαμε τα παπούτσια του ταχυδρόμου...

Με αφορμή ένα κείμενο στη λογοτεχνία, δυο μαθητές του Α1 μπήκαν σε σκέψεις, προβληματίστηκαν, ξεδίπλωσαν τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή και έδωσαν μια συνέχεια, ένα δικό τους τέλος στην ιδιαίτερη ιστορία του. Ας ρίξουμε μια ματιά στο πρωτότυπο κείμενο:


ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΠΑΚΗΣ 
Ο ταχυδρόμος [απόσπασμα]

Σ’ όλο το δρόμο με το ποδήλατο αναρωτιόμουν μήπως η αποτυχία μου να γίνω δάσκαλος, όπως ήταν τ’ όνειρό μου, έπαιξε ένα ρόλο στο ότι δεν είμαστε τώρα μαζί με την Αθηνά. Ήταν όμως περιττό να σκέφτομαι το παρελθόν, που δεν μπορούσα να το διορθώσω. Εξάλλου έπρεπε ν’ αρχίσω τη διανομή και ο καιρός χάλαγε. Το λίγο φως που δεν μπορούσε να τρυπήσει τα σύννεφα, χάθηκε τελικά απ’ την άλλη μεριά του βουνού και ο ουρανός χαμήλωσε πολύ. Είδα πάνω απ’ τις ελιές και τα κυπαρίσσια να πέφτει η πρώτη βροχή. Το κατάλαβα απ’ το θάμπος που κάλυπτε κάθετα τον αέρα. Ήταν μόνο εκεί, μακριά, αυτή η συσκότιση του τοπίου και μου έκανε εντύπωση ότι ο ουρανός έτρεχε, ερχόταν προς τη μεριά μου. Είπα, σε λίγο θα φτάσει κι εδώ το κατακαίρι. Δεν πρόλαβα να το σκεφτώ κι αμέσως άρχισαν να πέφτουν χοντρές σταγόνες πάνω στην κάπα μου. Διακεκομμένες αστραπές αυλάκωναν τον ουρανό και φώτιζαν στιγμιαία το θαμπωμένο τοπίο. Δεν ξέρω γιατί ένιωσα μόνος τότε. Εντελώς ξαφνικά ανέβηκε στο μυαλό μου μια εικόνα αδιέξοδου. Συχνά το πάθαινα αυτό και είχα βρει τρόπο να το αντιμετωπίζω. Πήγα και σταμάτησα το ποδήλατο στην άκρη του δρόμου, απ’ τη μεριά που φαινόταν η κοιλάδα. Το ένα πόδι αφημένο στο πετάλι, το άλλο ακουμπισμένο στη γη. Παρακολουθούσα το χάος που άρχιζε ακριβώς κάτω από τα πόδια μου. Το ακανόνιστο τοπίο. Τις καλλιέργειες των ανθρώπων στις πλαγιές.

[…]

Με πολλή χαρά με υποδέχτηκαν οι θαμώνες που κάθονταν αμέριμνοι στις καρέκλες. Ήταν όλοι τους γέροι. Ρώτησαν αν είχα τίποτε γι’ αυτούς και τους απάντησα πως δεν ήταν η μέρα της σύνταξης. Βέβαια, δεν περίμεναν τίποτ’ άλλο, παρά μόνο τη μέρα που θα εισέπρατταν τη σύνταξή τους. Παρατήρησα πως αμέσως συνοφρυώθηκαν και ένας γέρος με πολύ χοντρά γυαλιά έβαλε μπρος στα μάτια του την εφημερίδα που είχε ακουμπήσει στα γόνατα, όταν μπήκα.

[…]

Η γυναίκα που κρατούσε το καφενείο, η κυρία Στέλλα εμφανίστηκε απ’ το εσωτερικό δωμάτιο που έψηνε τους καφέδες. Μόλις με είδε, ήρθε κοντά μου, με χαιρέτησε εγκάρδια. […] Η ζέστη της σόμπας ίδρωνε τα τζάμια. Έξω δε φαινόταν τίποτα. Κοντοστάθηκε η γυναίκα, έβγαλε από την τσέπη της ένα πανί και καθάρισε το μαρμαρένιο τραπεζάκι. Καθώς καθάριζε το μάρμαρο, μου πέταξε μια φράση περίεργη, πριν απομακρυνθεί στο δωμάτιο να ψήσει τον καφέ. Είπε: «Άτυχος ήσουνα που δεν έγινες δάσκαλος, να μη σε καταπίνουνε τώρα τα βουνά». Πολύ ιδιόμορφη η διατύπωσή της, αλλά έβρισκα πως ήταν σωστή. Την είπε, δεν έδειξε κανένα αίσθημα, μια διαπίστωση νόμιζες πως έκανε και μπήκε στο δωμάτιο για τον καφέ. Εντάξει. Είχα όνειρο να γίνω δάσκαλος. Πήγα με την Αθηνά στην πρωτεύουσα του νησιού να δώσω εξετάσεις. Στο δεύτερο μάθημα με έπιασε εμετός, δεν ξέρω τι ήταν, να μην μπορώ να κρατήσω τίποτα μέσα μου. Με έβγαλαν έξω από την αίθουσα και μου είπαν να γυρίσω όταν θα αισθανόμουν καλύτερα. Με συνόδευε ένας κύριος. Είχα γίνει, μου είπε, κατακίτρινος.

[…]

Όταν μου έφερε τον καφέ η κυρία Στέλλα, άκουγα το νερό να κυλά σαν ποτάμι στους δρόμους. Είχε πολύ σκοτεινιάσει, αλλά δεν πτοήθηκα. Ήθελα να την πειράξω λίγο. Είχε ένα τρόπο να αντιδρά, που έμοιαζε με παιδί. Τα έπαιρνε όλα πολύ στα σοβαρά και τα αστεία ακόμα νόμιζε πως ήταν αλήθεια. Της είπα πως αν είχα γίνει δάσκαλος, δεν θα είχαν αυτοί ταχυδρόμο. […] «Μάλιστα κυρία Στέλλα, θα μένατε χωρίς σύνταξη!» τέλειωσα το αστείο μου βάζοντας ιδιαίτερο τόνο στη φωνή…

 

 

Συνεχίζοντας την ιστορία και δίνοντας ένα διαφορετικό τέλος…

 

        Πήρε τα μάτια της από το ξύλινο δίσκο και με κοίταξε. «Λάθος κάνεις. Φυσικά και θα είχα σύνταξη. Ταχυδρόμοι υπάρχουν πολλοί, που γυρνούν με το ποδήλατο και φέρνουν στον κόσμο γράμματα. Ο δάσκαλος όμως είναι μοναδικός. Έχει λειτούργημα. Κι εκείνος μεταφέρει γράμματα, αλλιώτικα από τα δικά σου βέβαια, και στο ποδήλατό του έχει όλους του τους μαθητές, που τους πηγαίνει να γνωρίσουνε τον κόσμο.» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της και κρύφτηκε πίσω από τον πάγκο. Ξαφνιάστηκα. Δεν της απάντησα. Γύρισα προς την πόρτα και είδα το ποδήλατό μου. Μπορούσα να ακούσω τις παχιές σταγόνες της βροχής να χτυπούν πάνω στο σιδερένιο κορμό του. «Μα, κυρία Στέλλα, είμαι ευτυχισμένος» είπα χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από το ποδήλατο. «Όχι! Απλά συμβιβάστηκες με αυτό το ποδήλατο και έμαθες να πορεύεσαι με αυτό.» Ήταν πάλι ανέκφραστη . Μίλησε πολύ ήρεμα αλλά η διαπίστωσή της ήχησε εκκωφαντικά στα αυτιά μου. Ήθελα να φύγω. Άφησα λεφτά στο τραπέζι και είπα «Αντίο κυρία Στέλλα». Εκείνη αποκρίθηκε «Στο καλό!» με ένα πλατύ χαμόγελο αυτή τη φορά. Βγήκα έξω και ανέβηκα στο ποδήλατό μου. Μού φάνηκε πιο σκουριασμένο και πιο παλιό από άλλες φορές. Νερό έπεφτε στα χέρια μου, στο πρόσωπό μου.. Ξεκίνησα να πηγαίνω, πάλι νιώθοντας το ίδιο συναίσθημα όπως τότε στις εξετάσεις. Πήγαινα πολύ γρήγορα. Σταγόνες βροχής κυλούσαν στα χέρια μου, στα πόδια μου, μπλέκονταν στα μαλλιά μου. Και στα μάτια μου κυλούσε νερό αλλά αυτά ήταν τα δάκρυά μου. Δάκρυα γι’ αυτό που επέβαλα στον εαυτό μου να είναι, πάνω στο σκουριασμένο μου ποδήλατο..

Βάσια Αγγελοπούλου Α’1

 

~                    ~                    ~                    ~                    ~

 

Η κυρία Στέλλα ξαφνιάστηκε με το απρόσμενο σχόλιο. Τα μάτια της γούρλωσαν και το στόμα της άνοιξε ελαφρά. Με έκφραση απορίας και έκπληξης έμεινε να τον κοιτάει καθώς σιγή επικράτησε στο δωμάτιο. Στέκονταν ο ένας απέναντι από τον άλλον, χωρίς να λένε τίποτα, με μόνο τους χτύπους των σταγόνων της βροχής να ακούγονται. Τικ, τακ, τικ, τακ…

«Αχ μωρέ κυρία Στέλλα, όλα τοις μετρητοίς τα παίρνετε». Αυτός ήταν ο πρώτος που έσπασε τη σιωπή. Ξύνοντας το βρεγμένο του κεφάλι, με το ένα και κουμπώνοντας τα κουμπιά του αδιάβροχού του με το άλλο έκανε να γυρίσει για να φύγει. «Π –Περίμενε» φώναξε η κυρία Στέλλα αυθόρμητα. Εκείνος γύρισε το κεφάλι του παραξενεμένος προς αυτήν. Την είδε να στέκεται στη μέση του δωματίου με σταυρωμένα τα χέρια της και βλέμμα γεμάτο αγωνία! «Πρέπει να φύγω» είπε με σοβαρό τόνο αυτήν την φορά. «Και που να πας;» τον ρώτησε αγχωμένη.

Τότε σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός έμεινε ακίνητος. Η ερώτηση τον εξέπληξε. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Που πήγαινε; Κοίταξε συγκλονισμένος την κυρία Στέλλα. Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει αλλά λέξεις δεν έβγαιναν. Που πήγαινε; Δεν ήξερε την απάντηση.

«Που θα πας; Γίνεται χαλασμός έξω… Ο δρόμος είναι βρεγμένος και η βροχή δυναμώνει… Είναι επικίνδυνα έξω.» Είπε διστάζοντας η κυρία Στέλλα. Αυτός κοντοστάθηκε στον διάδρομο. «Μείνε εδώ, δεν μπορείς να φύγεις τώρα… κάτσε κάτω, θα σου βάλω κάτι να φας. Δεν θα σε κρατήσει ο καφές.» Με γρήγορο βήμα έσπευσε προς την κουζίνα. «Μα…» έκανε να πει, η κυρία Στέλλα τον διέκοψε αμέσως «Δεν θέλω μα… Χρειαζόμαστε τον ταχυδρόμο σώο. Αν σου συμβεί κάτι, ποιος θα μου φέρνει τη σύνταξη;» του είπε χαμογελώντας.

Θεοφάνης Αντωνίου Α΄1

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις