Ποιητικές... και άλλες δημιουργίες του Β1 | 4° Μέρος

...και ένα πεζό για να σπάσει η μονοτονία

Ακούμπησε τις παλάμες του στο χώμα. Πήρε μια βαθειά ανάσα και έγειρε πίσω το κεφάλι. Ευωδίες ανοιξιάτικες γέμισαν τα πνευμόνια του και η μυρωδιά της φρέσκιας παπαρούνας, βρεγμένης από τις πρωινιάτικες δροσοσταλίδες, τον έκανε να νιώσει και πάλι ζωντανός. Άνθισε η φύση, άνθισε και η ψυχή του νεαρού. Γέμισε πολύχρωμα λουλούδια, όμορφες μελωδίες πουλιών, βουίσματα μελισσών, λούστηκε με άφθονο φως του ήλιου. Άνοιξε τα μάτια. Κοίταξε τριγύρω. Κόσμος και ψυχή είχε γίνει ένα.

Απόλαυσε για ώρα πολλή το τοπίο, μα σύντομα κάτι φάνηκε να τον ενόχλησε. «Τι ντροπή», σκέφτηκε «τι ντροπή». Η ψυχή του συννέφιασε, το βλέμμα του σκοτείνιασε. «Τι ντροπή να απολαμβάνω με τέτοια λαχτάρα τη φύση». Σούφρωσε τα φρύδια του και έριξε τη πλάτη του ανάμεσα στα χορτάρια. «Εμένα η ίδια η φύση με γέννησε και δες που κατάντησα! Σπάνια καταφέρνω να κλέψω λίγο χρόνο να επισκέπτομαι τα λιβάδια. Η καταραμένη η πόλη… Με έχει καταστρέψει!»

Έκλεισε πάλι τα μάτια του και ένιωσε το απαλό αεράκι να χαϊδεύει το σώμα του. Και μαζί με τον αέρα, η βρωμερή μυρωδιά των εργοστασίων και της πόλης κατάφερε και τρύπωσε στη μύτη του. «Ανάθεμα!», φώναξε και τινάχτηκε όρθιος. Με ταχύ βήμα, πήρε δρόμο για τα κτήματα, όσο πιο μακριά από τη πόλη μπορούσε. Στο πρώτο ελιόδεντρο που αντίκρισε, στάθηκε και έγειρε καθιστός στις ρίζες του.

«Τι είμαστε εμείς οι άνθρωποι;» συλλογίστηκε. «Ξέρω. Είμαστε κάτι βρώμες, κάτι αχρείοι. Δεν γνωρίζουμε πια την ευτυχία· μια ζωή μοχθούμε και ως αντάλλαγμα μας χαρίζεται απλόχερα η θλίψη, η δυστυχία. Είμαστε αποβράσματα. Δεν μας αξίζει τίποτα…»

Γρήγορα όμως αναθεώρησε. Θυμήθηκε τη γιαγιά του τη Σεβαστή. Μια γυναίκα όμορφη, καλοσυνάτη που πάντα διψούσε για ζωή, ακόμα και στα γηρατειά της. Έγραφε ποιήματα και τα μελοποιούσε μονάχη της. Πόσες ώρες είχαν σπαταλήσει οι δυο τους τραγουδώντας… «Ίσως τελικά να υπάρχουν άνθρωποι που αξίζουν. Ίσως η τέχνη, όχι απλά η τέχνη, αλλά εκείνη η Τέχνη με “Τ” κεφαλαίο, να δίνει μια βαθύτερη υπόσταση στον άνθρωπο. Και όλοι λίγο-πολύ καλλιτέχνες είμαστε. Ή έστω απολαμβάνουμε τη Τέχνη.» Χάρηκε με τις σκέψεις του, ενθουσιάστηκε, έλαμψαν ξανά τα μάτια του. Σηκώθηκε όρθιος, αγκάλιασε τον κορμό του δέντρου και αναστέναξε χαμογελώντας. «Είμαστε κάτι το πανέμορφο! Είμαστε… σπίθες! Ναι αυτό είμαστε! Έχουμε τη δύναμη να δημιουργήσουμε. Τούτο κι από μόνο του είναι θαύμα.»

Έκατσε πάλι σταυροπόδι στο έδαφος. Άπλωσε το βλέμμα του μακριά στον ορίζοντα. Είχε κουραστεί να σκέφτεται και θέλησε πάλι να απολαύσει τη φύση. Άθελά του, χωρίς να το καταλάβει, έχωσε τα χέρια του στο έδαφος και γράπωσε μια χούφτα χώμα. Μόλις το αντιλήφθηκε, έστριψε να τη κοιτάξει. Ένα μικρό σκαθάρι περπατούσε πάνω στο χώμα που έσφιγγε ο νεαρός. Τούτο τον έβαλε πάλι σε σκέψεις. «Μήπως πάλι είμαστε κάτι τιποτένια σκαθαράκια; Μια ζωή, ζούμε σε έναν κόσμο που κρατάει γερά στα χέρια του κάποιος Θεός… Αυτός ορίζει τη μοίρα μας. Είτε θα αφήσει το χώμα να γίνει πάλι ένα με την υπόλοιπη γη, είτε θα σφίξει τα δάχτυλά του και θα μας σκοτώσει. Κι εμείς, τα αδύναμα σκαθαράκια, περιμένουμε αβοήθητοι ένα κάποιο τέλος…» Χαμήλωσε το χέρι του και άφησε κάτω το χώμα. Το σκαθάρι, γοργά-γοργά τρύπωσε στις ρίζες της ελιάς.

Ο νεαρός στάθηκε στα πόδια του και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Είχε ήδη αργήσει κι η πόλη τον περίμενε. Ενώ περπατούσε, έκανε τις τελευταίες τους σκέψεις. «Παράξενα πλάσματα εμείς οι άνθρωποι…» Κοίταξε τον ουρανό, ύστερα τη γη και με μιαν απρόσμενη γαλήνη ξεστόμισε: «Είμαστε κάτι. Αυτό είναι. Δεν χρειάζονται ουσιαστικά, ούτε επίθετα. Απλώς είμαστε κάτι


Στέφανος Γιαννόπουλος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις